πικοτίτης

πικοτίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ορυκτό διοξείδιο τού αργιλίου, τού χρωμίου, τού σιδήρου και τού μαγνησίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. picotite, από το όνομα τού βαρώνου βοτανολόγου Picot + κατάλ. -ite. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”